Dictionary of Greek. 2013.
γρυπαίνω — (Α) [γρυπός] γρυπούμαι … Dictionary of Greek
γρύπωση — η (Α γρύπωσις) [γρυπούμαι] 1. κύρτωση 2. η παθολογική κύρτωση τών νυχιών … Dictionary of Greek